Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

οκλαδόν < (ελληνιστική κοινή) ὀκλαδόν < ὀκλάζω, γονατίζω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /o.klaˈðon/

  Επίρρημα επεξεργασία

 
γυναίκα που κάθεται οκλαδόν

οκλαδόν

  • η στάση κάποιου που κάθεται κάτω με τα πόδια λυγισμένα προς τα μέσα, το ένα πάνω στο άλλο
οι μαθητές κάθονται οκλαδόν σε κύκλο

  Επιφώνημα επεξεργασία

οκλαδόν

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία