Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το οινοβάρελο τα οινοβάρελα
      γενική του οινοβάρελου των οινοβάρελων
    αιτιατική το οινοβάρελο τα οινοβάρελα
     κλητική οινοβάρελο οινοβάρελα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

οινοβάρελο < οίνος + βαρέλι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οινοβάρελο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία