οζώδης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | οζώδης | η | οζώδης | το | οζώδες |
γενική | του | οζώδους | της | οζώδους | του | οζώδους |
αιτιατική | τον | οζώδη | την | οζώδη | το | οζώδες |
κλητική | οζώδη(ς) | οζώδης | οζώδες | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | οζώδεις | οι | οζώδεις | τα | οζώδη |
γενική | των | οζωδών | των | οζωδών | των | οζωδών |
αιτιατική | τους | οζώδεις | τις | οζώδεις | τα | οζώδη |
κλητική | οζώδεις | οζώδεις | οζώδη | |||
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- οζώδης < (ελληνιστική κοινή) ὀζώδης
Επίθετο επεξεργασία
οζώδης
- που έχει στην επιφάνειά του όζους
Μεταφράσεις επεξεργασία
οζώδης
|