Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οζαινώδης η οζαινώδης το οζαινώδες
      γενική του οζαινώδους της οζαινώδους του οζαινώδους
    αιτιατική τον οζαινώδη την οζαινώδη το οζαινώδες
     κλητική οζαινώδη(ς) οζαινώδης οζαινώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οζαινώδεις οι οζαινώδεις τα οζαινώδη
      γενική των οζαινωδών των οζαινωδών των οζαινωδών
    αιτιατική τους οζαινώδεις τις οζαινώδεις τα οζαινώδη
     κλητική οζαινώδεις οζαινώδεις οζαινώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

οζαινώδης < όζαινα + -ώδης < ελληνιστική κοινή ὄζαινα < αρχαία ελληνική ὄζω

  Επίθετο επεξεργασία

οζαινώδης

  1. (λόγιο) που αναδίδει δυσοσμία (σαν να προέρχεται από όζαινα)
  2. (λόγιο, κατ’ επέκταση) δύσοσμος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία