Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
οδονομία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
οδονομί
α
οι
οδονομί
ες
γενική
της
οδονομί
ας
των
οδονομι
ών
αιτιατική
την
οδονομί
α
τις
οδονομί
ες
κλητική
οδονομί
α
οδονομί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
οδονομία
<
οδός
+
-νομία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
οδονομία
θηλυκό
η
φροντίδα
για την
διατήρηση
της καλής
κατάστασης
και της
καθαριότητας
των
οδών
Μεταφράσεις
επεξεργασία
οδονομία
αγγλικά
:
maintenance of roads
(en)