οδοιπορικώς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- οδοιπορικώς < οδοιπορικός
Επίρρημα επεξεργασία
οδοιπορικώς
- με οδοιπορία, περπατώντας στο δρόμο
Εκφράσεις επεξεργασία
- οδοιπορικώς, μαρς!: στρατιωτικό παράγγελμα, για να βαδίσει μια φάλαγγα με χαλαρό, μη στρατιωτικό βηματισμό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
οδοιπορικώς
|