ξύση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ξύση | οι | ξύσεις |
γενική | της | ξύσης* | των | ξύσεων |
αιτιατική | την | ξύση | τις | ξύσεις |
κλητική | ξύση | ξύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ξύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξύση < ελληνιστική κοινή ξύσις < αρχαία ελληνική ξύω
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξύση θηλυκό
- το ξύσιμο
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξύση
|