ξόδεψη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ξόδεψη | οι | ξοδέψεις |
γενική | της | ξόδεψης | των | ξοδέψεων |
αιτιατική | την | ξόδεψη | τις | ξοδέψεις |
κλητική | ξόδεψη | ξοδέψεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξόδεψη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξόδεψη θηλυκό
- το ξόδεμα
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξόδεψη
|