Ετυμολογία

επεξεργασία
ξυγγόκωλος < ξύγγι + κῶλος

ξυγγόκωλος (και σήμερα σε χρήση ως ιδιωματικό στην Κρήτη)

  • (υβριστικό) χοντροκώλης, χοντρόκωλος
      14ος/15ος αιώνας Σπανός ή Ακολουθία του ανοσίου τραγογένη Σπανού του ουρίου και εξουρίου..., ανωνύμου, Συναξάριον, στίχ. 358 (356-360) @dimodis.greeklanguage.gr
    Καὶ τοῦτο ποιήσαντες ἐποίησαν βασιλέα παγκάκι-
    στον οὔριόν τινα, ἢ μᾶλλον εἰπεῖν ἐξούριον, οὐ μὴν δὲ ἀλλὰ
    καὶ ξυγγόκωλον καὶ, συνελόντι φάναι, σκατοπρόσωπον, ἔτι
    δὲ ἀντζάτον, κωλάτον, βιλλάτον, χεσάτον, φασάτον, ἀναχε-
    σομούσουδον καὶ φασκελάτον.
    Hans Eideneier (επιμ.), Σπανός [Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, ΔΠ 55], Ερμής, Αθήνα 1990.

Κλιτικοί τύποι

επεξεργασία