ξημαρισιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ξημαρισιά | οι | ξημαρισιές |
γενική | της | ξημαρισιάς | των | ξημαρισιών |
αιτιατική | την | ξημαρισιά | τις | ξημαρισιές |
κλητική | ξημαρισιά | ξημαρισιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξημαρισιά < ξημαρίζω
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξημαρισιά θηλυκό