ξεχωρισμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξεχωρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξεχωρίζω
Μετοχή επεξεργασία
ξεχωρισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ξεχωρίζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξεχωρισμένος
|
ξεχωρισμένος, -η, -ο
|