Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεφορμάρω < ξε και φόρμα

  Ρήμα επεξεργασία

ξεφορμάρω

  1. βγάζω κάτι από τη φόρμα, π.χ. γλυκό
  2. χαλάω το αρχικό σχήμα ενός αντικειμένου για να του δώσω νέο ή να το επιδιορθώσω (π.χ. παλιότερα τα ανδρικά καπέλα)
  3. καθαρίζω τη σόλα παπουτσιού για την επιδιόρθωση ή κατασκευή υποδήματος

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία