Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξεσκί ουδέτερο

  1. άκλιτο (αργκό) η έντονη συνουσία (από το ξέσκισμα)
  2. (ιδιωματικό)(προφορικό) το σακί (προέλευση: Επτάνησα)

  Πηγές επεξεργασία