Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξερόφυλλο τα ξερόφυλλα
      γενική του ξερόφυλλου των ξερόφυλλων
    αιτιατική το ξερόφυλλο τα ξερόφυλλα
     κλητική ξερόφυλλο ξερόφυλλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξερόφυλλο < ξερό- + φύλλο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξερόφυλλο ουδέτερο

  • το ξεραμένο φύλλο
  • (μεταφορικά) το ασήμαντο, το νεκρό και μη χρήσιμο

  Μεταφράσεις επεξεργασία