Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ξερόφυλλο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
ξερόφυλλ
ο
τα
ξερόφυλλ
α
γενική
του
ξερόφυλλ
ου
των
ξερόφυλλ
ων
αιτιατική
το
ξερόφυλλ
ο
τα
ξερόφυλλ
α
κλητική
ξερόφυλλ
ο
ξερόφυλλ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ξερόφυλλο
<
ξερό-
+
φύλλο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ξερόφυλλο
ουδέτερο
το ξεραμένο
φύλλο
(
μεταφορικά
) το ασήμαντο, το νεκρό και μη χρήσιμο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ξερόφυλλο