ξερόβρυση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ξερόβρυση | οι | ξεροβρύσεις |
γενική | της | ξερόβρυσης* | των | ξεροβρύσεων |
αιτιατική | την | ξερόβρυση | τις | ξεροβρύσεις |
κλητική | ξερόβρυση | ξεροβρύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ξεροβρύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξερόβρυση θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξερόβρυση
|