Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεροσφύρι < ξερό και πιθανόν σφυρίζω -συρίζω (σφυρίζω αλλά και πίνω, διασκεδάζω) < ίσως σειρεόω και σειρέω (στεγνώνω, σουρώνω κάτι, το κάνω ακόμα πιο ισχυρό)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξεροσφύρι ουδέτερο άκλιτο

  • σκέτο, χωρίς συνοδεία φαγητού, αλλά χρησιμοποιείται σαν επίρρημα στη φράση πίνω ξεροσφύρι, πίνω οινοπνευματώδες χωρίς μεζέ
    δεν πίνω τίποτε ξεροσφύρι γιατί με χτυπάει κατευθείαν στο κεφάλι

  Μεταφράσεις επεξεργασία