ξεπλήρωμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξεπλήρωμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξεπλήρωμα ουδέτερο
- η ενέργεια του ξεπληρώνω
- η πληρωμή όλων των χρεών, η αποπληρωμή
- (μεταφορικά) η ανταπόδοση
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξεπλήρωμα
|