Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ξεπέτα οι ξεπέτες
      γενική της ξεπέτας των ξεπετών
    αιτιατική την ξεπέτα τις ξεπέτες
     κλητική ξεπέτα ξεπέτες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεπέτα < ξεπετ(άω) +

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξεπέτα θηλυκό (αργκό)

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία