ξεπέτα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ξεπέτα | οι | ξεπέτες |
γενική | της | ξεπέτας | των | ξεπετών |
αιτιατική | την | ξεπέτα | τις | ξεπέτες |
κλητική | ξεπέτα | ξεπέτες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξεπέτα θηλυκό (αργκό)
- κάτι που γίνεται βιαστικά
- γρήγορη ερωτική συνεύρεση
- ↪ έριξαν μια ξεπέτα στις τουαλέτες του αεροδρομίου
- προχειροδουλειά που έγινε βιαστικά, πρόχειρα και με ελλείψεις
- ↪ τα πήραν χοντρά για την ξεπέτα που παραδόσανε
- γρήγορη ερωτική συνεύρεση
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη προχειροδουλειά