Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξενοφανής η ξενοφανής το ξενοφανές
      γενική του ξενοφανούς* της ξενοφανούς του ξενοφανούς
    αιτιατική τον ξενοφανή την ξενοφανή το ξενοφανές
     κλητική ξενοφανή(ς) ξενοφανής ξενοφανές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξενοφανείς οι ξενοφανείς τα ξενοφανή
      γενική των ξενοφανών των ξενοφανών των ξενοφανών
    αιτιατική τους ξενοφανείς τις ξενοφανείς τα ξενοφανή
     κλητική ξενοφανείς ξενοφανείς ξενοφανή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξενοφανής < ξέν(ος) + -ο- + -φανής

  Επίθετο επεξεργασία

ξενοφανής

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία