Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξενοκοιτάζω < ξένος + κοιτάζω

  Ρήμα επεξεργασία

ξενοκοιτάζω

  1. ενώ είμαι δεσμευμένος, διερευνώ με ενδιαφέρον και άλλες επιλογές, κυρίως ερωτικές
    Η γυναίκα του είναι κούκλα αλλά αυτός ξενοκοιτάζει

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία