Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξανασταυρώνομαι < ξανά και σταυρώνομαι

  Ρήμα επεξεργασία

ξανασταυρώνομαι

  1. σταυρώνομαι για άλλη μια φορά
    Ο Χριστός ξανασταυρώνεται