ξαναενώνω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
ξαναενώνω
Κλίση επεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξαναενώνω | ξαναένωνα | θα ξαναενώνω | να ξαναενώνω | ξαναενώνοντας | |
β' ενικ. | ξαναενώνεις | ξαναένωνες | θα ξαναενώνεις | να ξαναενώνεις | ξαναένωνε | |
γ' ενικ. | ξαναενώνει | ξαναένωνε | θα ξαναενώνει | να ξαναενώνει | ||
α' πληθ. | ξαναενώνουμε | ξαναενώναμε | θα ξαναενώνουμε | να ξαναενώνουμε | ||
β' πληθ. | ξαναενώνετε | ξαναενώνατε | θα ξαναενώνετε | να ξαναενώνετε | ξαναενώνετε | |
γ' πληθ. | ξαναενώνουν(ε) | ξαναένωναν ξαναενώναν(ε) |
θα ξαναενώνουν(ε) | να ξαναενώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξαναένωσα | θα ξαναενώσω | να ξαναενώσω | ξαναενώσει | ||
β' ενικ. | ξαναένωσες | θα ξαναενώσεις | να ξαναενώσεις | ξαναένωσε | ||
γ' ενικ. | ξαναένωσε | θα ξαναενώσει | να ξαναενώσει | |||
α' πληθ. | ξαναενώσαμε | θα ξαναενώσουμε | να ξαναενώσουμε | |||
β' πληθ. | ξαναενώσατε | θα ξαναενώσετε | να ξαναενώσετε | ξαναενώστε | ||
γ' πληθ. | ξαναένωσαν ξαναενώσαν(ε) |
θα ξαναενώσουν(ε) | να ξαναενώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξαναενώσει | είχα ξαναενώσει | θα έχω ξαναενώσει | να έχω ξαναενώσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξαναενώσει | είχες ξαναενώσει | θα έχεις ξαναενώσει | να έχεις ξαναενώσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξαναενώσει | είχε ξαναενώσει | θα έχει ξαναενώσει | να έχει ξαναενώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξαναενώσει | είχαμε ξαναενώσει | θα έχουμε ξαναενώσει | να έχουμε ξαναενώσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξαναενώσει | είχατε ξαναενώσει | θα έχετε ξαναενώσει | να έχετε ξαναενώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξαναενώσει | είχαν ξαναενώσει | θα έχουν ξαναενώσει | να έχουν ξαναενώσει |
|
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξαναενώνω
|