ξαλξική
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ξαλξική | ||
γενική | της | ξαλξικής | ||
αιτιατική | την | ξαλξική | ||
κλητική | ξαλξική | |||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξαλξική < μογγολική λέξη Халх (με το κυριλλικό αλφάβητο)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξαλξική θηλυκό
- (παρωχημένο) η γλώσσα της βόρειας Μογγολίας, όπως είχε αποδοθεί τον περασμένο αιώνα στα ελληνικά (σημερινή απόδοση "χάλχα")