ξαλλάζω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξαλλάζω < μεσαιωνική ελληνική ξαλάσσω < ξε και ἀλλάσσω
Ρήμα επεξεργασία
ξαλλάζω
- βγάζω τα καλά μου ρούχα και βάζω τα καθημερινά (παλιότερα σε αντιδιαστολή προς το αλλάζω ρούχα, που σήμαινε το αντίθετο, δηλαδή φορώ κάτι καλύτερο)
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξαλλάζω
|