ξαερό
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ξαερό | τα | ξαερά |
γενική | του | ξαερού | των | ξαερών |
αιτιατική | το | ξαερό | τα | ξαερά |
κλητική | ξαερό | ξαερά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξαερό < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξαερό ουδέτερο
- ο αέρας