ξαγρυπνημένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξαγρυπνημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξαγρυπνώ
Μετοχή επεξεργασία
ξαγρυπνημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ξαγρυπνώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξαγρυπνημένος
|
ξαγρυπνημένος, -η, -ο
|