ξαγορευμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξαγορευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξαγορεύω
Μετοχή επεξεργασία
ξαγορευμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ξαγορεύω
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξαγορευμένος
|
ξαγορευμένος, -η, -ο
|