Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξαγορευμένος η ξαγορευμένη το ξαγορευμένο
      γενική του ξαγορευμένου της ξαγορευμένης του ξαγορευμένου
    αιτιατική τον ξαγορευμένο την ξαγορευμένη το ξαγορευμένο
     κλητική ξαγορευμένε ξαγορευμένη ξαγορευμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξαγορευμένοι οι ξαγορευμένες τα ξαγορευμένα
      γενική των ξαγορευμένων των ξαγορευμένων των ξαγορευμένων
    αιτιατική τους ξαγορευμένους τις ξαγορευμένες τα ξαγορευμένα
     κλητική ξαγορευμένοι ξαγορευμένες ξαγορευμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξαγορευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξαγορεύω

  Μετοχή επεξεργασία

ξαγορευμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία