Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξαγναντεμένος η ξαγναντεμένη το ξαγναντεμένο
      γενική του ξαγναντεμένου της ξαγναντεμένης του ξαγναντεμένου
    αιτιατική τον ξαγναντεμένο την ξαγναντεμένη το ξαγναντεμένο
     κλητική ξαγναντεμένε ξαγναντεμένη ξαγναντεμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξαγναντεμένοι οι ξαγναντεμένες τα ξαγναντεμένα
      γενική των ξαγναντεμένων των ξαγναντεμένων των ξαγναντεμένων
    αιτιατική τους ξαγναντεμένους τις ξαγναντεμένες τα ξαγναντεμένα
     κλητική ξαγναντεμένοι ξαγναντεμένες ξαγναντεμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξαγναντεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξαγναντεύω

  Μετοχή επεξεργασία

ξαγναντεμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία