Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ξαγκιστρώσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ξαγκιστρώνω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ξαγκιστρώνω
  3. θα ξαγκιστρώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ξαγκιστρώνω