Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ξέκλεψε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος ξεκλέβω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος ξεκλέβω