Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ξέκλεψε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
ξέκλεψε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
ξεκλέβω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
ξεκλέβω