ξάφρισμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξάφρισμα < ξαφρίζω
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξάφρισμα ουδέτερο (πιο δόκιμο στον ενικό)
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ξαφρίζω
- η αφαίρεση του αφρού από τρόφιμο που μαγειρεύεται
- (αργκό) η κλοπή με αφαίρεση χρημάτων ή αντικειμένων από πορτοφόλι ή χώρο
- "ξάφρισμα περιπτέρου
Μεταφράσεις επεξεργασία
αφαίρεση αφρού