ξάφρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ξάφρα | οι | ξάφρες |
γενική | της | ξάφρας | των | ξαφρών |
αιτιατική | την | ξάφρα | τις | ξάφρες |
κλητική | ξάφρα | ξάφρες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξάφρα < ξάφρισμα
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξάφρα θηλυκό
- (αργκό): η κλοπή
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξάφρα
|