Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / νυκτίφαντος τὸ νυκτίφαντον
      γενική τοῦ/τῆς νυκτιφάντου τοῦ νυκτιφάντου
      δοτική τῷ/τῇ νυκτιφάντ τῷ νυκτιφάντ
    αιτιατική τὸν/τὴν νυκτίφαντον τὸ νυκτίφαντον
     κλητική ! νυκτίφαντε νυκτίφαντον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ νυκτίφαντοι τὰ νυκτίφαντ
      γενική τῶν νυκτιφάντων τῶν νυκτιφάντων
      δοτική τοῖς/ταῖς νυκτιφάντοις τοῖς νυκτιφάντοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς νυκτιφάντους τὰ νυκτίφαντ
     κλητική ! νυκτίφαντοι νυκτίφαντ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ νυκτιφάντω τὼ νυκτιφάντω
      γεν-δοτ τοῖν νυκτιφάντοιν τοῖν νυκτιφάντοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

νυκτίφαντος < νύξ, νυκτί- + -φαντος (φαίνω)

  Επίθετο επεξεργασία

νυκτίφαντος, -ος, -ον

  Πηγές επεξεργασία