ντουκιάνι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ντουκιάνι | τα | ντουκιάνια |
γενική | του | ντουκιανιού | των | ντουκιανιών |
αιτιατική | το | ντουκιάνι | τα | ντουκιάνια |
κλητική | ντουκιάνι | ντουκιάνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ντουκιάνι ουδέτερο
- (κρητικά) κατάστημα, όπως παντοπωλείο, καφενείο, εμπορικοβιοτεχνικό κατάστημα[1]
- ※ Χαρακτηριστικό ἦταν κι ἕνα αὐτοσχέδιο τρίστιχο μέ τό ὁποῖο οἱ Μοναστηρακιανοί σατίριζαν τούς Κρητικούς : τό γουδί λένε χαβάνι , τό πάπλωμα γιοργάνι καί τό μαγαζί ντουκιάνι (Θωμάς Κοροβίνης, Σμύρνη: μια πόλη στη λογοτεχνία, εκδ. Μεταίχμιο, 2006, σελ. 505)
Μεταφράσεις επεξεργασία
ντουκιάνι
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Θεοχάρης Μιχ. Προβατάκης, Λαϊκά επαγγέλματα & παραδοσιακή ζωή της Κρήτης, 2007, 193