ντοκτορά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ντοκτορά < λόγιο ενδογενές δάνειο: (άμεσο δάνειο) γαλλική doctorat < λατινική doctor < doctus < doceo < πρωτοϊταλική *dokeō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *deḱ- (παίρνω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαντοκτορά ουδέτερο άκλιτο
Μεταφράσεις
επεξεργασία ντοκτορά
|