Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

νταβατούρι < (άμεσο δάνειο) τουρκική tevatür (διάδοση) + < αραβική تواتر tawātur

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νταβατούρι ουδέτερο

→ δείτε τη λέξη  νταβαντούρι