Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ντέτεκτιβ
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Ταυτόσημο
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
ντέτεκτιβ
<
αγγλική
detective
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ντέτεκτιβ
αρσενικό ή θηλυκό
άκλιτο
(
επάγγελμα
) αυτός που ασχολείται με ιδιωτικές
αστυνομικές
έρευνες
Ταυτόσημο
επεξεργασία
ντετέκτιβ
ντέντεκτιβ
ντεντέκτιβ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ντέτεκτιβ
αγγλικά
:
detective
(en)
,
sleuth
(en)
,
investigator
(en)
,
private investigator
(en)
•
private eye
(en)
,
gumshoe
(en)
,
shamus
(en)
γαλλικά
:
détective
(fr)
πολωνικά
:
detektyw
(pl)