νοολογία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | νοολογία | οι | νοολογίες |
γενική | της | νοολογίας | των | νοολογιών |
αιτιατική | τη | νοολογία | τις | νοολογίες |
κλητική | νοολογία | νοολογίες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
νοολογία θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
νοολογία
|