Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

νομική πράξη < λείπει η ετυμολογία

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

νομική πράξη

  • είναι η συνειδητή ανθρώπινη ενέργεια η οποία επιφέρει έννομες συνέπειες καθώς ρυθμίζεται από το δίκαιο

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία