νοικοκυρίστικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- νοικοκυρίστικος < νοικοκύρ(ης) / νοικοκυρ(ά) + -ίστικος
Επίθετο
επεξεργασίανοικοκυρίστικος, -η, -ο
- που έχει σχέση με νοικοκύρη, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτόν
- (ειρωνικό, μειωτικό) η παραπάνω σημασία (ιδίως για γυναίκα), με έμφαση στις αρνητικές ή υπερβολικές πτυχές της
- ↪ Η μητέρα μου ανέκαθεν είχε νοικοκυρίστικη νοοτροπία: σχεδόν πάντα ήταν με ένα ξεσκονόπανο στο χέρι, διότι δεν ανεχόταν ούτε έναν κόκκο σκόνης πάνω στα έπιπλα!
Συγγενικά
επεξεργασία- νοικοκυρίστικα
- → δείτε τις λέξεις νοικοκύρης, οίκος και κύριος
Μεταφράσεις
επεξεργασία νοικοκυρίστικος
|
Πηγές
επεξεργασία- νοικοκυρίστικος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας