Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νοικοκυρίστικος η νοικοκυρίστικη το νοικοκυρίστικο
      γενική του νοικοκυρίστικου της νοικοκυρίστικης του νοικοκυρίστικου
    αιτιατική τον νοικοκυρίστικο τη νοικοκυρίστικη το νοικοκυρίστικο
     κλητική νοικοκυρίστικε νοικοκυρίστικη νοικοκυρίστικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νοικοκυρίστικοι οι νοικοκυρίστικες τα νοικοκυρίστικα
      γενική των νοικοκυρίστικων των νοικοκυρίστικων των νοικοκυρίστικων
    αιτιατική τους νοικοκυρίστικους τις νοικοκυρίστικες τα νοικοκυρίστικα
     κλητική νοικοκυρίστικοι νοικοκυρίστικες νοικοκυρίστικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

νοικοκυρίστικος < νοικοκύρ(ης) / νοικοκυρ(ά) + -ίστικος

  Επίθετο επεξεργασία

νοικοκυρίστικος, -η, -ο

  1. που έχει σχέση με νοικοκύρη, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτόν
     συνώνυμα: νοικοκυρεμένος
  2. (ειρωνικό, μειωτικό) η παραπάνω σημασία (ιδίως για γυναίκα), με έμφαση στις αρνητικές ή υπερβολικές πτυχές της
    Η μητέρα μου ανέκαθεν είχε νοικοκυρίστικη νοοτροπία: σχεδόν πάντα ήταν με ένα ξεσκονόπανο στο χέρι, διότι δεν ανεχόταν ούτε έναν κόκκο σκόνης πάνω στα έπιπλα!

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία