Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο νιτσεϊστής οι νιτσεϊστές
      γενική του νιτσεϊστή των νιτσεϊστών
    αιτιατική τον νιτσεϊστή τους νιτσεϊστές
     κλητική νιτσεϊστή νιτσεϊστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νιτσεϊστής αρσενικό (θηλυκό νιτσεΐστρια)

  1. (φιλοσοφία) φιλόσοφος που ταυτίζεται ή σχεδόν ταυτίζεται με τα έργα και τις απόψεις του Νίτσε
  2. οπαδός του Νίτσε

Συγγενικά επεξεργασία