νιτσεϊσμός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- νιτσεϊσμός < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική nietzschéisme (γερμανική Nietzscheismus) < Φρίντριχ Νίτσε (Friedrich Nietzsche) + -ισμός
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
νιτσεϊσμός αρσενικό
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
νιτσεϊσμός
ΠηγέςΕπεξεργασία
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Β΄ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- «νιτσεϊκός» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.