νικῶν
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Μετοχή επεξεργασία
- συνηρημένη μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος νικῶ (ασυναίρετη: νικάων)
- ονομαστική και κλητική ενικού, αρσενικού γένους
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
νικῶν θηλυκό
- γενική πληθυντικού του νίκη
- νέα ελληνικά: των νικών
νικῶν ουδέτερο
- γενική πληθυντικού του νῖκος