Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νηματοποιητικός η νηματοποιητική το νηματοποιητικό
      γενική του νηματοποιητικού της νηματοποιητικής του νηματοποιητικού
    αιτιατική τον νηματοποιητικό τη νηματοποιητική το νηματοποιητικό
     κλητική νηματοποιητικέ νηματοποιητική νηματοποιητικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νηματοποιητικοί οι νηματοποιητικές τα νηματοποιητικά
      γενική των νηματοποιητικών των νηματοποιητικών των νηματοποιητικών
    αιτιατική τους νηματοποιητικούς τις νηματοποιητικές τα νηματοποιητικά
     κλητική νηματοποιητικοί νηματοποιητικές νηματοποιητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

νηματοποιητικός < νηματοποίηση + -τικός

  Επίθετο επεξεργασία

νηματοποιητικός

  Μεταφράσεις επεξεργασία