Δείτε επίσης: νεότατος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική νεώτατος νεωτάτη τὸ νεώτατον
      γενική τοῦ νεωτάτου τῆς νεωτάτης τοῦ νεωτάτου
      δοτική τῷ νεωτάτ τῇ νεωτάτ τῷ νεωτάτ
    αιτιατική τὸν νεώτατον τὴν νεωτάτην τὸ νεώτατον
     κλητική ! νεώτατε νεωτάτη νεώτατον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ νεώτατοι αἱ νεώταται τὰ νεώτατ
      γενική τῶν νεωτάτων τῶν νεωτάτων τῶν νεωτάτων
      δοτική τοῖς νεωτάτοις ταῖς νεωτάταις τοῖς νεωτάτοις
    αιτιατική τοὺς νεωτάτους τὰς νεωτάτᾱς τὰ νεώτατ
     κλητική ! νεώτατοι νεώταται νεώτατ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ νεωτάτω τὼ νεωτάτ τὼ νεωτάτω
      γεν-δοτ τοῖν νεωτάτοιν τοῖν νεωτάταιν τοῖν νεωτάτοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'μέγιστος' όπως «μέγιστος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

νεώτατος < νέ(ος) + -ώτατος

  Επίθετο επεξεργασία

νεώτατος

  Πηγές επεξεργασία