νεότατος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | νεότατος | η | νεότατη | το | νεότατο |
γενική | του | νεότατου | της | νεότατης | του | νεότατου |
αιτιατική | τον | νεότατο | τη | νεότατη | το | νεότατο |
κλητική | νεότατε | νεότατη | νεότατο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | νεότατοι | οι | νεότατες | τα | νεότατα |
γενική | των | νεότατων | των | νεότατων | των | νεότατων |
αιτιατική | τους | νεότατους | τις | νεότατες | τα | νεότατα |
κλητική | νεότατοι | νεότατες | νεότατα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- νεότατος < νέ(ος) + -ότατος < αρχαία ελληνική (νεώτατος) νέος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *néwos
Επίθετο
επεξεργασίανεότατος -η -ο
- υπερθετικός βαθμός του νέος