νετάρισμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
νετάρισμα ουδέτερο (συνήθως στον ενικό)
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του νετάρω
Μεταφράσεις επεξεργασία
νετάρισμα
|
νετάρισμα ουδέτερο (συνήθως στον ενικό)
|