Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νερογυρισιά οι νερογυρισιές
      γενική της νερογυρισιάς των νερογυρισιών
    αιτιατική τη νερογυρισιά τις νερογυρισιές
     κλητική νερογυρισιά νερογυρισιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

νερογυρισιά < νερό + γυρισιά

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ne.ɾo.ʝi.ɾiˈsça/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νε‐ρο‐γυ‐ρι‐σιά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νερογυρισιά θηλυκό

  1. συστροφή του νερού σε θάλασσα ή ποτάμι
  2. ρούφουλας, δίνη

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.