↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νεορθοδοξία οι νεορθοδοξίες
      γενική της νεορθοδοξίας των νεορθοδοξιών
    αιτιατική τη νεορθοδοξία τις νεορθοδοξίες
     κλητική νεορθοδοξία νεορθοδοξίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νεορθοδοξία < νεο- + ορθοδοξία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

νεορθοδοξία θηλυκό

  1. πνευματική, θρησκευτικο-φιλοσοφική κίνηση που προέκυψε μετά τη δεκαετία του 1960 και ήταν ενεργή ιδιαίτερα τη δεκαετία του 1980 και του 1990 στην Ελλάδα από διανοούμενους της Αριστεράς και της Ορθόδοξης Εκκλησίας
  2. κίνηση στην προτεσταντική θεολογία που συνδέεται με τους Karl Barth (1886–1968) και Emil Brunner (1899–1966)
  3. μέρος του ορθόδοξου Ιουδαϊσμού

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία