νεοπαραδοσιακός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- νεοπαραδοσιακός < νεο- + παραδοσιακός
Επίθετο
επεξεργασίανεοπαραδοσιακός, -ή, -ό
- που είναι νέος, αλλά έχει παραδοσιακά στοιχεία
- ※ Ο παλαιός ναός κατεδαφίστηκε το 1980, στη θέση του οικοδομήθηκε άλλος (του τύπου "μικρός, περικαλλής, νεοπαραδοσιακός" ) (Anne Pariente, Gilles Touchais, Άργος Και Αργολίδα: Τοπογραφία Και Πολεοδομία, École française d'Athènes, 1998, σελ. 301)
Μεταφράσεις
επεξεργασία νεοπαραδοσιακός
|